- τρήματα
- τρή̱ματα , τρῆμαperforationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρήμα — το / τρῆμα, ΝΜΑ οπή, τρύπα νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα») 2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» τρήματα στην περιοχή τής βάσης τού κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα… … Dictionary of Greek
ιερό οστό — Οστό της λεκάνης. Βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης και αρθρώνεται με τα ανώνυμα οστά, σχηματίζοντας το οπίσθιο τμήμα της πυέλου. Είναι μονοφυές, με τριγωνικό σχήμα και ελαφρώς καμπύλο. Αποτελείται από πέντε ιερούς σπονδύλους,… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
PUNCTA — apud Iustinianum, Cod de advocat. divers. Iud. com moda sunt ac salaria militiae, quae et iam solatia appellant Imperatores in Cod. Unde Dispunctores, donatores in veterib. Glossis, et adpunctari hodieque apud Gallos dicitur, cui salarium… … Hofmann J. Lexicon universale
δίτρητος — ο αυτός που έχει δύο τρήματα, τρύπες … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… … Dictionary of Greek
θεβεσιανός — ή, ό ανατ. 1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
μεσοσπονδύλιος — α, ο, θηλ. και ος ανατ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών σπονδύλων ή αφορά στον μεταξύ τών σπονδύλων χώρο (α. «μεσοσπονδύλια τρήματα» β. «μεσοσπονδύλιες αρθρώσεις» γ. «μεσοσπονδύλιοι δίσκοι») … Dictionary of Greek